WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
sell [sth] off, sell off [sth] vtr phrasal sep | (dispose of by selling) | εκποιώ ρ μ |
| | (καθομιλουμένη) | ξεπουλώ ρ μ |
| | The company will sell off some of its assets to raise cash. |
| | If he needs money he should sell off his collection of paintings. |
| | Η εταιρεία θα εκποιήσει κάποια από τα περιουσιακά στοιχεία της για να συγκεντρώσει μετρητά. |
| | Αν χρειάζεται χρήματα, θα πρέπει να ξεπουλήσει τη συλλογή πινάκων ζωγραφικής που έχει. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
sell-off, selloff n | (business: liquidation) (μεταφορικά: επιχειρήσεις) | ρευστοποίηση ουσ θηλ |
| | (αρνητική έννοια) | ξεπούλημα ουσ ουδ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
selling off, sell-off n | (rapid sale) (εμπόριο) | εκκαθάριση/διάλυση επιχείρησης έκφρ |